Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcoriàndolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [koˈrjandolo] 1 κολίανδρος coriandrum sativum 2 (al plurale: ((coriandoli))) κομφετί, χαρτοπόλεμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |