Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcòla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔla] 1 σουρωτήρι 2 κόλα (κόκα-κόλα) 3 κόσκινο colà επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [koˈla] 1 εκεί κάτω 2 εκεί πάνω 3 εκεί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |