ItalianoGreco


colatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kolaˈtojo]

1 χωνευτήριο
2 ηθμός
3 σκεύος τήξης υλικού
4 λαμπίκος
5 στραγγιστήρι
6 φίλτρο
7 σουρωτήρι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---