colatùra
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kolaˈtura]
1 στράγγισμα
2 φιλτράρισμα
3 διήθηση
4 λαμπικάρισμα
5 υπερχείλιση
6 αποξήρανση
7 καταστάλαγμα
8 κατακάθια
9 υλικό που αποστραγγίστηκε
10 διαρροή
11 απόσταξη
12 σούρωμα
13 χύσιμο
14 στάξιμο
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kolaˈtura]
1 στράγγισμα
2 φιλτράρισμα
3 διήθηση
4 λαμπικάρισμα
5 υπερχείλιση
6 αποξήρανση
7 καταστάλαγμα
8 κατακάθια
9 υλικό που αποστραγγίστηκε
10 διαρροή
11 απόσταξη
12 σούρωμα
13 χύσιμο
14 στάξιμο
permalink
colatura (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android