ItalianoGreco


colatìccio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kolaˈtitʧo]

1 σταξίματα
2 σταξίματα από υγρό μέταλλο (λόγω χυσίματος σε καλούπι)
3 σταγόνες


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---