Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcolatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kolaˈtore] 1 χύτης 2 εργαζόμενος σε χυτήριο 3 μηχανή κατασκευής χυτών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |