Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


catapultaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [katapultaˈmento]

ρίξιμο με καταπέλτη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  catapulta catapultare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

catamarano (ουσ αρσ )
catapecchia (θηλ.ουσ)
cataplasma (ουσ αρσ )
cataplessia (θηλ.ουσ)
catapulta (θηλ.ουσ)
catapultamento (ουσ αρσ )
catapultare (ρ. μτβ.)
cataraffio (ουσ αρσ )
cataratta (θηλ.ουσ)
catarsi (θηλ.ουσ)
catarifrangente (αρσ. επίθ και ουσ)
catarrale (επίθ.)
catarro (ουσ αρσ )
catarroso (αρσ. επίθ και ουσ)
catartico (επίθ.)
catasta (θηλ.ουσ)
catastale (επίθ.)
catasto (ουσ αρσ )
catastrofe (θηλ.ουσ)
catastrofico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---