Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcataplàsma
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kataˈplazma] 1 κατάπλασμα 2 φιλάσθενος 3 βαρετός 4 γκρινιάρης 5 υποχονδριακός 6 αρρωστιάρης 7 κατά φαντασία ασθενής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |