Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcatarifrangènte
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [katarifranˈʤɛnte] 1 μάρμαρο με ομόκεντρους κύκλους 2 ανακλαστήρας 3 πέτρα κοσμήματος (είδος) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |