Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


catarróso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [katarˈroso], [katarˈrozo]

καταρροὶκός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  catarro catartico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cataratta (θηλ.ουσ)
catarsi (θηλ.ουσ)
catarifrangente (αρσ. επίθ και ουσ)
catarrale (επίθ.)
catarro (ουσ αρσ )
catarroso (αρσ. επίθ και ουσ)
catartico (επίθ.)
catasta (θηλ.ουσ)
catastale (επίθ.)
catasto (ουσ αρσ )
catastrofe (θηλ.ουσ)
catastrofico (επίθ.)
catatermometro (ουσ αρσ )
catatonia (θηλ.ουσ)
catatonico (αρσ. επίθ και ουσ)
catechesi (θηλ.ουσ)
catechetico (επίθ.)
catechismo (ουσ αρσ )
catechista (ουσ αρσ και θηλ.)
catechistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---