Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcatàrro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kaˈtarro] 1 καταρροή (ρινική) 2 κατάρρους permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |