Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


catapécchia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kataˈpekkja]

1 καλύβα
2 υποβαθμισμένο αστικό κέντρο
3 φτωχογειτονιά
4 παράπηγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  catamarano cataplasma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

catalogare (ρ. μτβ.)
catalogatore (αρσ. επίθ και ουσ)
catalogazione (θηλ.ουσ)
catalogo (ουσ αρσ )
catamarano (ουσ αρσ )
catapecchia (θηλ.ουσ)
cataplasma (ουσ αρσ )
cataplessia (θηλ.ουσ)
catapulta (θηλ.ουσ)
catapultamento (ουσ αρσ )
catapultare (ρ. μτβ.)
cataraffio (ουσ αρσ )
cataratta (θηλ.ουσ)
catarsi (θηλ.ουσ)
catarifrangente (αρσ. επίθ και ουσ)
catarrale (επίθ.)
catarro (ουσ αρσ )
catarroso (αρσ. επίθ και ουσ)
catartico (επίθ.)
catasta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---