Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càrgo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkargo]

1 φορτηγό (πλοίο)
2 φορτηγό (αεροσκάφος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carezzevolmente caria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carestia (θηλ.ουσ)
carezza (θηλ.ουσ)
carezzare (ρ. μτβ.)
carezzevole (επίθ.)
carezzevolmente (επίρ.)
cargo (ουσ αρσ )
caria (θηλ.ουσ)
cariare (ρ. μτβ.)
cariarsi (ρ. μ. αμτβ.)
cariatide (θηλ.ουσ)
caribù (ουσ αρσ )
carica (θηλ.ουσ)
caricabatteria (ουσ αρσ )
caricabatterie (ουσ αρσ )
caricafieno (ουσ αρσ )
caricamento (ουσ αρσ )
caricare (ρ. μτβ.)
caricarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
caricatore (αρσ. επίθ και ουσ)
caricatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---