Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcàrgo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkargo] 1 φορτηγό (πλοίο) 2 φορτηγό (αεροσκάφος) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |