Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carezzévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [karetˈtsevole]

1 κολακευτικός
2 χαὶδευτικός
3 θερμός
4 στοργικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carezzare carezzevolmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carente (επίθ.)
carenza (θηλ.ουσ)
carestia (θηλ.ουσ)
carezza (θηλ.ουσ)
carezzare (ρ. μτβ.)
carezzevole (επίθ.)
carezzevolmente (επίρ.)
cargo (ουσ αρσ )
caria (θηλ.ουσ)
cariare (ρ. μτβ.)
cariarsi (ρ. μ. αμτβ.)
cariatide (θηλ.ουσ)
caribù (ουσ αρσ )
carica (θηλ.ουσ)
caricabatteria (ουσ αρσ )
caricabatterie (ουσ αρσ )
caricafieno (ουσ αρσ )
caricamento (ουσ αρσ )
caricare (ρ. μτβ.)
caricarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---