Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbaróne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [baˈrone] 1 κατεργάρης 2 βαρόνος 3 (femminile) βαρόνη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |