Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


baronàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [baroˈnata]

1 τέχνασμα
2 κατεργαριά
3 ζαβολιά
4 παλιανθρωπιά
5 απάτη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  baronale baronato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

barometria (θηλ.ουσ)
barometrico (επίθ.)
barometro (ουσ αρσ )
baronaggio (ουσ αρσ )
baronale (επίθ.)
baronata (θηλ.ουσ)
baronato (ουσ αρσ )
barone (ουσ αρσ )
baronesco (επίθ.)
baronetto (ουσ αρσ )
baronia (θηλ.ουσ)
barra (θηλ.ουσ)
barracuda (ουσ αρσ )
barramina (θηλ.ουσ)
barrare (ρ. μτβ.)
barricadiero (επίθ.)
barricare (ρ. μτβ.)
barricarsi (ρ. μ. αμτβ.)
barricata (θηλ.ουσ)
barriera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---