Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


baronàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [baroˈnato]

βαρονία (χρησιμοποίησε καλύτερα το baronia)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  baronata barone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

barometrico (επίθ.)
barometro (ουσ αρσ )
baronaggio (ουσ αρσ )
baronale (επίθ.)
baronata (θηλ.ουσ)
baronato (ουσ αρσ )
barone (ουσ αρσ )
baronesco (επίθ.)
baronetto (ουσ αρσ )
baronia (θηλ.ουσ)
barra (θηλ.ουσ)
barracuda (ουσ αρσ )
barramina (θηλ.ουσ)
barrare (ρ. μτβ.)
barricadiero (επίθ.)
barricare (ρ. μτβ.)
barricarsi (ρ. μ. αμτβ.)
barricata (θηλ.ουσ)
barriera (θηλ.ουσ)
barrire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---