Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbàrra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈbarra] 1 μέτρο (μουσική) 2 κοφτερό τμήμα εργαλείου 3 αμπάρα 4 μοχλός 5 τιμόνι αεροσκάφους 6 λαγουδέρα 7 ράβδος 8 δοιάκι πηδαλίου βάρκας 9 πηδάλιο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbarra [θηλ.] del timone = το δοιάκι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |