Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


barramìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,barraˈmina]

1 αποσπώμενη μύτη τρυπανιού
2 ατσάλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  barracuda barrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

baronesco (επίθ.)
baronetto (ουσ αρσ )
baronia (θηλ.ουσ)
barra (θηλ.ουσ)
barracuda (ουσ αρσ )
barramina (θηλ.ουσ)
barrare (ρ. μτβ.)
barricadiero (επίθ.)
barricare (ρ. μτβ.)
barricarsi (ρ. μ. αμτβ.)
barricata (θηλ.ουσ)
barriera (θηλ.ουσ)
barrire (ρ.αμτβ.)
barrito (αρσ. επίθ και ουσ)
barrocciaio (ουσ αρσ )
barroccino (ουσ αρσ )
barroccio (ουσ αρσ )
baruffa (θηλ.ουσ)
barzelletta (θηλ.ουσ)
barzellettare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---