ItalianoGreco


barcarìzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [barkaˈrittso]

1 πλευρά καταστρώματος πλοίου
2 αποβάθρα
3 δίοδος
4 διάδρομος μέσα σε πλήθος
5 διάδρομος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---