Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bàrda  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbarda]

θωράκιση αλόγου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  barcone bardana  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

barcollamento (ουσ αρσ )
barcollare (ρ.αμτβ.)
barcollio (ουσ αρσ )
barcolloni (επίρ.)
barcone (ουσ αρσ )
barda (θηλ.ουσ)
bardana (θηλ.ουσ)
bardare (ρ. μτβ.)
bardarsi (ρ. μ. αμτβ.)
bardatura (θηλ.ουσ)
bardo (ουσ αρσ )
bardolino (ουσ αρσ )
bardotto (ουσ αρσ )
barella (θηλ.ουσ)
barellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
barena (θηλ.ουσ)
bargiglio (ουσ αρσ )
baricentrico (επίθ.)
baricentro (ουσ αρσ )
barico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---