Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


baricèntrico, baricéntrico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [bariˈʧɛntriko], [bariˈʧentriko]

βαρυκεντρικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bargiglio baricentro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bardotto (ουσ αρσ )
barella (θηλ.ουσ)
barellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
barena (θηλ.ουσ)
bargiglio (ουσ αρσ )
baricentrico (επίθ.)
baricentro (ουσ αρσ )
barico (επίθ.)
barilaio (ουσ αρσ )
barile (ουσ αρσ )
barilotto (ουσ αρσ )
barimetria (θηλ.ουσ)
bario (ουσ αρσ )
barione (ουσ αρσ )
barionico (επίθ.)
barista (ουσ αρσ )
barista (θηλ.ουσ)
barite (θηλ.ουσ)
baritina (θηλ.ουσ)
baritonale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---