Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


barilòtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bariˈlɔtto]

1 κέντρο του στόχου
2 κάδος που βρίσκεται στο κέντρο στόχου για βολές
3 βαρελάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  barile barimetria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

baricentrico (επίθ.)
baricentro (ουσ αρσ )
barico (επίθ.)
barilaio (ουσ αρσ )
barile (ουσ αρσ )
barilotto (ουσ αρσ )
barimetria (θηλ.ουσ)
bario (ουσ αρσ )
barione (ουσ αρσ )
barionico (επίθ.)
barista (ουσ αρσ )
barista (θηλ.ουσ)
barite (θηλ.ουσ)
baritina (θηλ.ουσ)
baritonale (επίθ.)
baritono (αρσ. επίθ και ουσ)
barlume (ουσ αρσ )
baro (ουσ αρσ )
barocchetto (ουσ αρσ )
barocchismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---