ItalianoGreco


barilòtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bariˈlɔtto]

1 κέντρο του στόχου
2 κάδος που βρίσκεται στο κέντρο στόχου για βολές
3 βαρελάκι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---