Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bàro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbaro]

1 απατεώνας
2 χαρτοκλέφτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  barlume barocchetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

barite (θηλ.ουσ)
baritina (θηλ.ουσ)
baritonale (επίθ.)
baritono (αρσ. επίθ και ουσ)
barlume (ουσ αρσ )
baro (ουσ αρσ )
barocchetto (ουσ αρσ )
barocchismo (ουσ αρσ )
baroccio (ουσ αρσ )
barocco (ουσ αρσ )
barocco (επίθ.)
barografo (ουσ αρσ )
barolo (ουσ αρσ )
barometria (θηλ.ουσ)
barometrico (επίθ.)
barometro (ουσ αρσ )
baronaggio (ουσ αρσ )
baronale (επίθ.)
baronata (θηλ.ουσ)
baronato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---