Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbaròcco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [baˈrɔkko] 1 μπαρόκ 2 στιλ αλλόκοτης διακόσμησης baròcco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [baˈrɔkko] μπαρόκ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |