Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


barìtono  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [baˈritono]

βαρύτονος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  baritonale barlume  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

barista (ουσ αρσ )
barista (θηλ.ουσ)
barite (θηλ.ουσ)
baritina (θηλ.ουσ)
baritonale (επίθ.)
baritono (αρσ. επίθ και ουσ)
barlume (ουσ αρσ )
baro (ουσ αρσ )
barocchetto (ουσ αρσ )
barocchismo (ουσ αρσ )
baroccio (ουσ αρσ )
barocco (ουσ αρσ )
barocco (επίθ.)
barografo (ουσ αρσ )
barolo (ουσ αρσ )
barometria (θηλ.ουσ)
barometrico (επίθ.)
barometro (ουσ αρσ )
baronaggio (ουσ αρσ )
baronale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---