Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


barcollìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [barkolˈlio]

1 στραβοπάτημα
2 ταλάντευση
3 παραπάτημα
4 τρίκλισμα
5 σάστισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  barcollare barcolloni  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

barcarola (θηλ.ουσ)
barchetta (θηλ.ουσ)
barchino (ουσ αρσ )
barcollamento (ουσ αρσ )
barcollare (ρ.αμτβ.)
barcollio (ουσ αρσ )
barcolloni (επίρ.)
barcone (ουσ αρσ )
barda (θηλ.ουσ)
bardana (θηλ.ουσ)
bardare (ρ. μτβ.)
bardarsi (ρ. μ. αμτβ.)
bardatura (θηλ.ουσ)
bardo (ουσ αρσ )
bardolino (ουσ αρσ )
bardotto (ουσ αρσ )
barella (θηλ.ουσ)
barellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
barena (θηλ.ουσ)
bargiglio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---