Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


barcamenàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [barkameˈnarsi]

1 αποφεύγω να απαντήσω
2 ξέρω πως να ξεφεύγω
3 τα καταφέρνω
4 ξέρω πως να ενεργώ χωρίς συμβιβασμούς
5 δεν συμβιβάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  barcaiolo barcarizzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

barbuta (θηλ.ουσ)
barbuto (αρσ. επίθ και ουσ)
barca (θηλ.ουσ)
barcaccia (θηλ.ουσ)
barcaiolo (ουσ αρσ )
barcamenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
barcarizzo (ουσ αρσ )
barcarola (θηλ.ουσ)
barchetta (θηλ.ουσ)
barchino (ουσ αρσ )
barcollamento (ουσ αρσ )
barcollare (ρ.αμτβ.)
barcollio (ουσ αρσ )
barcolloni (επίρ.)
barcone (ουσ αρσ )
barda (θηλ.ουσ)
bardana (θηλ.ουσ)
bardare (ρ. μτβ.)
bardarsi (ρ. μ. αμτβ.)
bardatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---