Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


barcàccia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [barˈkatʧa]

παλιόβαρκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  barca barcaiolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

barbugliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
barbuglione (ουσ αρσ )
barbuta (θηλ.ουσ)
barbuto (αρσ. επίθ και ουσ)
barca (θηλ.ουσ)
barcaccia (θηλ.ουσ)
barcaiolo (ουσ αρσ )
barcamenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
barcarizzo (ουσ αρσ )
barcarola (θηλ.ουσ)
barchetta (θηλ.ουσ)
barchino (ουσ αρσ )
barcollamento (ουσ αρσ )
barcollare (ρ.αμτβ.)
barcollio (ουσ αρσ )
barcolloni (επίρ.)
barcone (ουσ αρσ )
barda (θηλ.ουσ)
bardana (θηλ.ουσ)
bardare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---