Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avviticchiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [avvitikˈkjare]

1 στρίβω
2 περιελίσσω

avviticchiàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [avvitikˈkjarsi]

1 συστρέφομαι
2 περιελίσσομαι
3 περιελίσσω
4 στρίβω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avvitatrice avvivare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avvitamento (ουσ αρσ )
avvitare (ρ. μτβ.)
avvitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvitata (θηλ.ουσ)
avvitatrice (θηλ.ουσ)
avviticchiare (ρ. μτβ.)
avviticchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvivare (ρ. μτβ.)
avvivarsi (ρ.μ. (αντων.))
avvizzimento (ουσ αρσ )
avvizzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
avvocata (θηλ.ουσ)
avvocatesco (επίθ.)
avvocatessa (θηλ.ουσ)
avvocato (ουσ αρσ )
avvocatura (θηλ.ουσ)
avvolgere (ρ. μτβ.)
avvolgersi (ρ. μ. αμτβ.)
avvolgibile (ουσ αρσ )
avvolgibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---