Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avvòlgere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [avˈvɔlʤere]

τυλίγω

avvòlgersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [avˈvɔlʤersi]

περιτυλίγομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avvocatura avvolgibile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


avvolgersi in = τύλίγομαι με


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avvocata (θηλ.ουσ)
avvocatesco (επίθ.)
avvocatessa (θηλ.ουσ)
avvocato (ουσ αρσ )
avvocatura (θηλ.ουσ)
avvolgere (ρ. μτβ.)
avvolgersi (ρ. μ. αμτβ.)
avvolgibile (ουσ αρσ )
avvolgibile (επίθ.)
avvolgimento (ουσ αρσ )
avvoltoio (ουσ αρσ )
avvoltolare (ρ. μτβ.)
avvoltolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ayatollah (ουσ αρσ )
azalea (θηλ.ουσ)
azeotropico (επίθ.)
azienda (θηλ.ουσ)
aziendale (επίθ.)
azimut (ουσ αρσ )
azimutale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---