Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόavvocatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [avvokaˈtura] 1 συνηγορία 2 δικηγορία 3 δικηγορικό σώμα 4 νόμος 5 νομικό επάγγελμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |