Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόavvolgìbile
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [avvolˈʤibile] 1 ρολό (πόρτας ή παραθύρου) 2 συρόμενη πόρτα avvolgìbile επίθετο Προσφορά I.P.A.: [avvolˈʤibile] το ρολό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |