Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόavvitàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [avviˈtata] 1 περιστροφή (σαν της σβούρας) 2 βίδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |