Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avvizziménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [avvittsiˈmento]

1 μάρανση
2 μαράζωμα
3 μάραμα
4 ζούριασμα
5 μαρασμός
6 μαράγκιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avvivarsi avvizzire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avvitatrice (θηλ.ουσ)
avviticchiare (ρ. μτβ.)
avviticchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvivare (ρ. μτβ.)
avvivarsi (ρ.μ. (αντων.))
avvizzimento (ουσ αρσ )
avvizzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
avvocata (θηλ.ουσ)
avvocatesco (επίθ.)
avvocatessa (θηλ.ουσ)
avvocato (ουσ αρσ )
avvocatura (θηλ.ουσ)
avvolgere (ρ. μτβ.)
avvolgersi (ρ. μ. αμτβ.)
avvolgibile (ουσ αρσ )
avvolgibile (επίθ.)
avvolgimento (ουσ αρσ )
avvoltoio (ουσ αρσ )
avvoltolare (ρ. μτβ.)
avvoltolarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---