Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόavvizziménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [avvittsiˈmento] 1 μάρανση 2 μαράζωμα 3 μάραμα 4 ζούριασμα 5 μαρασμός 6 μαράγκιασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |