Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avviluppàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [avvilupˈpare]

1 περιβάλλω
2 καλύπτω ολόγυρα
3 περιτυλίγω
4 περικαλύπτω
5 περικλείω
6 μπερδεύω
7 περιπλέκω
8 μπλέκω

avviluppàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [avvilupˈparsi]

1 εμπλέκομαι
2 περιτυλίγομαι
3 μπερδεύομαι
4 μπλέκομαι
5 περιβάλλομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avviluppamento avviluppato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avvilimento (ουσ αρσ )
avvilire (ρ. μτβ.)
avvilirsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvilito (επίθ.)
avviluppamento (ουσ αρσ )
avviluppare (ρ. μτβ.)
avvilupparsi (ρ. μ. αμτβ.)
avviluppato (επίθ.)
avvinazzare (ρ. μτβ.)
avvinazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
avvinazzato (αρσ. επίθ και ουσ)
avvincente (επίθ.)
avvincere (ρ. μτβ.)
avvincigliare (ρ. μτβ.)
avvinghiare (ρ. μτβ.)
avvinghiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvinto (επίθ.)
avvio (ουσ αρσ )
avvisaglia (θηλ.ουσ)
avvisare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---