avvilìto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [avviˈlito]
1 απελπισμένος
2 απαρηγόρητος
3 αποθαρρυμένος
4 απόκαρδος
5 αηδιασμένος
6 απογοητευμένος
7 αποκαρδιωμένος
8 περιφρονημένος
9 καταφρονημένος
10 αγνοημένος
11 ταπεινωμένος
12 απονενοημένος
13 απαραμύθητος
14 άπελπις
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [avviˈlito]
1 απελπισμένος
2 απαρηγόρητος
3 αποθαρρυμένος
4 απόκαρδος
5 αηδιασμένος
6 απογοητευμένος
7 αποκαρδιωμένος
8 περιφρονημένος
9 καταφρονημένος
10 αγνοημένος
11 ταπεινωμένος
12 απονενοημένος
13 απαραμύθητος
14 άπελπις
permalink
avvilito (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android