Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avvilìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [avviˈlito]

1 απελπισμένος
2 απαρηγόρητος
3 αποθαρρυμένος
4 απόκαρδος
5 αηδιασμένος
6 απογοητευμένος
7 αποκαρδιωμένος
8 περιφρονημένος
9 καταφρονημένος
10 αγνοημένος
11 ταπεινωμένος
12 απονενοημένος
13 απαραμύθητος
14 άπελπις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avvilirsi avviluppamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avvicinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvilente (επίθ.)
avvilimento (ουσ αρσ )
avvilire (ρ. μτβ.)
avvilirsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvilito (επίθ.)
avviluppamento (ουσ αρσ )
avviluppare (ρ. μτβ.)
avvilupparsi (ρ. μ. αμτβ.)
avviluppato (επίθ.)
avvinazzare (ρ. μτβ.)
avvinazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
avvinazzato (αρσ. επίθ και ουσ)
avvincente (επίθ.)
avvincere (ρ. μτβ.)
avvincigliare (ρ. μτβ.)
avvinghiare (ρ. μτβ.)
avvinghiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvinto (επίθ.)
avvio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---