Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόavvìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [avˈvio] 1 εκκίνηση 2 έναρξη 3 ξεκίνημα 4 αρχίνημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |