Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avvinghiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [avvinˈgjare]

1 αρπάζω
2 αρπώ
3 αρπάχνω
4 σφίγγω
5 γραπώνω
6 αδράχνω
7 αναρπάζω

avvinghiàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [avvinˈgjarsi]

1 προσκολλώμαι
2 κρατώ σφιχτά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avvincigliare avvinto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avvinazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
avvinazzato (αρσ. επίθ και ουσ)
avvincente (επίθ.)
avvincere (ρ. μτβ.)
avvincigliare (ρ. μτβ.)
avvinghiare (ρ. μτβ.)
avvinghiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvinto (επίθ.)
avvio (ουσ αρσ )
avvisaglia (θηλ.ουσ)
avvisare (ρ. μτβ.)
avvisato (επίθ.)
avvisatore (ουσ αρσ )
avviso (ουσ αρσ )
avvistamento (ουσ αρσ )
avvistare (ρ. μτβ.)
avvitamento (ουσ αρσ )
avvitare (ρ. μτβ.)
avvitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvitata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---