Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόavvinazzàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [avvinatˈtsato] 1 πιωμένος 2 μεθυσμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |