Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avviliménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [avviliˈmento]

1 ταπείνωση
2 αποκάρδιωση
3 απελπισμός
4 αποθάρρυνση
5 απογοήτευση
6 εξευτελισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avvilente avvilire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avvicinabile (επίθ.)
avvicinamento (ουσ αρσ )
avvicinare (ρ. μτβ.)
avvicinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvilente (επίθ.)
avvilimento (ουσ αρσ )
avvilire (ρ. μτβ.)
avvilirsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvilito (επίθ.)
avviluppamento (ουσ αρσ )
avviluppare (ρ. μτβ.)
avvilupparsi (ρ. μ. αμτβ.)
avviluppato (επίθ.)
avvinazzare (ρ. μτβ.)
avvinazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
avvinazzato (αρσ. επίθ και ουσ)
avvincente (επίθ.)
avvincere (ρ. μτβ.)
avvincigliare (ρ. μτβ.)
avvinghiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---