Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àlea  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈalea]

1 κίνδυνος
2 ρίσκο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alé aleatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alcuno (οριστ. επίθ.)
aldeide (θηλ.ουσ)
aldeidico (επίθ.)
aldilà (ουσ αρσ )
alé (επιφ.)
alea (θηλ.ουσ)
aleatorio (επίθ.)
aleggiare (ρ.αμτβ.)
alesaggio (ουσ αρσ )
alesare (ρ. μτβ.)
alesatore (ουσ αρσ )
alesatrice (θηλ.ουσ)
alesatura (θηλ.ουσ)
alessandrino (επίθ.)
Alessandro (ουσ αρσ )
aletta (θηλ.ουσ)
alettare (ρ. μτβ.)
alettatura (θηλ.ουσ)
alettone (ουσ αρσ )
alfa (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---