Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόalesatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [alezaˈtura] 1 άνοιγμα τρύπας 2 μεγάλωμα τρύπας με τόρνο ή εργαλείο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |