Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


alétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aˈletta]

1 πτερύγιο σταθερότητας αεροσκάφους
2 πτερύγιο ψαριού
3 πτερύγιο παγωτομηχανής
4 καρίνα
5 μικρό βοηθητικό αεροπορικό έλασμα
6 μικρό πτερύγιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Alessandro alettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alesatore (ουσ αρσ )
alesatrice (θηλ.ουσ)
alesatura (θηλ.ουσ)
alessandrino (επίθ.)
Alessandro (ουσ αρσ )
aletta (θηλ.ουσ)
alettare (ρ. μτβ.)
alettatura (θηλ.ουσ)
alettone (ουσ αρσ )
alfa (ουσ αρσ και θηλ.)
alfabeticamente (επίρ.)
alfabetico (επίθ.)
alfabetizzare (ρ. μτβ.)
alfabetizzazione (θηλ.ουσ)
alfabeto (ουσ αρσ )
alfiere (ουσ αρσ )
alfine (επίρ.)
alga (θηλ.ουσ)
algebra (θηλ.ουσ)
algebricamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---