alétta
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [aˈletta]
1 πτερύγιο σταθερότητας αεροσκάφους
2 πτερύγιο ψαριού
3 πτερύγιο παγωτομηχανής
4 καρίνα
5 μικρό βοηθητικό αεροπορικό έλασμα
6 μικρό πτερύγιο
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [aˈletta]
1 πτερύγιο σταθερότητας αεροσκάφους
2 πτερύγιο ψαριού
3 πτερύγιο παγωτομηχανής
4 καρίνα
5 μικρό βοηθητικό αεροπορικό έλασμα
6 μικρό πτερύγιο
permalink
aletta (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android