Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àlfa  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈalfa]

άλφα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alettone alfabeticamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Alessandro (ουσ αρσ )
aletta (θηλ.ουσ)
alettare (ρ. μτβ.)
alettatura (θηλ.ουσ)
alettone (ουσ αρσ )
alfa (ουσ αρσ και θηλ.)
alfabeticamente (επίρ.)
alfabetico (επίθ.)
alfabetizzare (ρ. μτβ.)
alfabetizzazione (θηλ.ουσ)
alfabeto (ουσ αρσ )
alfiere (ουσ αρσ )
alfine (επίρ.)
alga (θηλ.ουσ)
algebra (θηλ.ουσ)
algebricamente (επίρ.)
algebrico (επίθ.)
algebrista (ουσ αρσ και θηλ.)
algido (επίθ.)
algologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---