Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


alcùno  
οριστικό επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [alˈkuno]

1 κανένας, καμιά, κανένα
2 (alcuni) μερικοί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alcunché aldeide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alcolometro (ουσ αρσ )
alcool (ουσ αρσ )
alcoolico (αρσ. επίθ και ουσ)
alcova (θηλ.ουσ)
alcunché (οριστ. αντων.)
alcuno (οριστ. επίθ.)
aldeide (θηλ.ουσ)
aldeidico (επίθ.)
aldilà (ουσ αρσ )
alé (επιφ.)
alea (θηλ.ουσ)
aleatorio (επίθ.)
aleggiare (ρ.αμτβ.)
alesaggio (ουσ αρσ )
alesare (ρ. μτβ.)
alesatore (ουσ αρσ )
alesatrice (θηλ.ουσ)
alesatura (θηλ.ουσ)
alessandrino (επίθ.)
Alessandro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---