Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aldilà  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aldiˈla]

μεταθανάτια ζωή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aldeidico alé  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alcova (θηλ.ουσ)
alcunché (οριστ. αντων.)
alcuno (οριστ. επίθ.)
aldeide (θηλ.ουσ)
aldeidico (επίθ.)
aldilà (ουσ αρσ )
alé (επιφ.)
alea (θηλ.ουσ)
aleatorio (επίθ.)
aleggiare (ρ.αμτβ.)
alesaggio (ουσ αρσ )
alesare (ρ. μτβ.)
alesatore (ουσ αρσ )
alesatrice (θηλ.ουσ)
alesatura (θηλ.ουσ)
alessandrino (επίθ.)
Alessandro (ουσ αρσ )
aletta (θηλ.ουσ)
alettare (ρ. μτβ.)
alettatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---