Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ισοπεδώνομαι [ρ. παθ.] ισοσκελισμένος [επίθ.]
ισοπεδώνω [ρ. μτβ.] ισοσκελισμός [ουσ αρσ ]
ισοπέδωση [-εις] ισοσταθμίζομαι [ρ. παθ.]
Ισοπεδωτής [ουσ αρσ ] ισοσταθμίζω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
ισοπεδωτικός [επίθ.] ισοστάθμιση [θηλ.ουσ]
ισόπλευρος [επίθ.] ισοσταθμιστής [ουσ αρσ ]
ισόποδα [ουσ ουδ πληθ.] ισοσταθμιστικός [επίθ.]
ισοπολιτεία {χωρ. πληθ... ισοσταθμώ [ρ.αμτβ.]
ισόπορα [επίρ.] ισοστασία {χωρ. πληθ...
ισόποσος [επίθ.] ισοστατικός [επίθ.]
ισοπρένιο [ουσ ουδ.] ισοσύλλαβος [επίθ.]
ισορροπημένος [επίθ.] ισοτακτικός [επίθ.]
ισορρόπηση {-ης κ. -ή... ισότης [θηλ.ουσ]
ισορροπητικός [επίθ.] ισότητα {χωρ. πληθ...
ισορροπία {ισορροπιώ... ισοτιμία {ισοτιμιών...
ισορροπιστής [ουσ αρσ ] ισότιμος [επίθ.]
ισορροπίστρια {ισορροπισ... ισοτονικός [επίθ.]
ισόρροπος [επίθ.] ισότονος [επίθ.]
ισορροπώ [ρ.αμτβ.] ισότοπα [ουσ ουδ πληθ.]
ισορροπώ [ρ. μτβ.] ισοτοπία [θηλ.ουσ]
ίσος [επίθ.] ισοτοπικός [επίθ.]
Ισοσεισμικός [επίθ.] ισότοπο {ισοτόπ-ου...
ισοσκελής {ισοσκελ-ο... Ισοτροπία [θηλ.ουσ]
ισοσκελίζω [ρ. μτβ.] ισότροπος [επίθ.]
ισοσκέλιση [θηλ.ουσ] ισούμαι (στο γ\' π...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: