Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόισορροπώ
ρήμα αμετάβατο e`ssere, stare in equili`brio προσπαθoύσε να ισορροπήσει σ' ένα σκοινί == cercaνα di stare in equilibrio su una fune ισορροπώ ρήμα μεταβατικό equilibra`re, bilancia`re ισορρoπώ ένα φορτίο == bilanciare un carico permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |