Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόισορροπιστής
ουσιαστικό αρσενικό equilibri`sta ~mf~ ισορροπίστρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ισορροπιστής] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |